ἐλπίς

ἐλπίς
ἐλπίς (
1

ϝελ- O. 13.83

, P. 2.49, I. 2.43 ἐλπίς, -ίδος, -ίδι, -ίδα); -ίδες, -ίδων, -ίδεσσι, -ίσιν, -ίδας.) hope, expectation (whether justified or not, v. Fränkel, W & F, 26̆{1}.)

αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω τὰ δαὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6

τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83

ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.83

θεὸς

ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται P. 2.49

μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν P. 3.23

ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν P. 3.111

ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας P. 4.201

ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις P. 8.90

κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.32

κενεᾶν δ' ἐλπίδων χαῦνον τέλος N. 8.45

ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.22

δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.46

φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες I. 2.43

οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναιἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† (vix sanum: ἔκνισὄπι Aristarchus: ἐλπίδ' ἔκνιξαν ὄπιν Wil.) I. 5.58 προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος ἐσχάταις ἐλπίσιν (ἐπ' ἐλπίς, ἐπἐλπίδιν codd.: corr. Calliergus: ἀντὶ τοῦ ἔσχατα ἐπελπίζοντες. Σ.) I. 7.36

χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15

ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10. ]ελπι[ Πα. 12. b. 5. pro pers. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐλπίς — hope fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελπίς — I Θεότητα, προσωποποίηση της ελπίδας στην αρχαία Ελλάδα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Ε., μαζί με την Τύχη και την Ειρήνη, ήταν κόρες του Δία και της Πίστης. Ο Ησίοδος την αναφέρει στον μύθο της Πανδώρας, η οποία, αφού άνοιξε τον πύξο απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ἐλπὶς γὰρ ἡ βόσκουσα τοὺς πολλοὺς βροτῶν. — См. Надеючись и живут, и мрут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἐλπίδα — ἐλπίς hope fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπίδας — ἐλπίς hope fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπίδες — ἐλπίς hope fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπίδεσιν — ἐλπίς hope fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπίδεσσι — ἐλπίς hope fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπίδεσσιν — ἐλπίς hope fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπίδι — ἐλπίς hope fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπίδος — ἐλπίς hope fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”